Το νόημα της επετείου του ΟΧΙ – ο αγώνας για λευτεριά και δικαιοσύνη
Του Τάσου Χατζηαναστασίου*
Με τη σημερινή εκδήλωση τιμούμε την επέτειο της απόρριψης του ιταλικού τελεσιγράφου της 28ης Οκτωβρίου 1940. Θυμόμαστε και τιμούμε την απόκρουση της ιταλικής εισβολής και την απώθηση του εχθρικού στρατού βαθιά στο αλβανικό έδαφος. Τέλος, τιμούμε την ηρωική αντίσταση των ελλήνων στρατιωτών απέναντι στη γερμανική επίθεση στις 6 Απριλίου 1941. Το «Έπος του ’40», όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια της τριπλής, γερμανικής, ιταλικής και βουλγαρικής κατοχής της χώρας, στα ελληνικά βουνά από τις ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις, αλλά και στο εξωτερικό, με τη συμμετοχή του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της βόρειας Αφρικής κι αργότερα στη συμμαχική προέλαση στην Ιταλία. Πρόκειται για μία επέτειο που την καθιέρωσε η ίδια η Αντίσταση όταν στις 28 Οκτωβρίου 1941 ξέσπασαν αντικατοχικές εκδηλώσεις σε πολλά μέρη της χώρας. Το νόημα της επετείου συνοψίζεται στο διαχρονικό στοιχείο της αντίστασης και του αγώνα για ελευθερία που χαρακτηρίζει τον ελληνικό λαό. Ένας αγώνας που η σημασία του δεν επηρεάζει μόνο την Ελλάδα, αλλά ολόκληρο τον κόσμο, γιατί σε μας ανήκει η δόξα και η τιμή της πρώτης νίκης κατά του φασισμού στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό που τόσο έξοχα απέδωσε ο Σικελιανός ως το «πανανθρώπινο εμβατήριο της Ελλάδας».
Κι αυτό είναι κάτι που ιδιαίτερα σήμερα θα πρέπει να υπενθυμίζουμε σε όλους όσοι, και μάλιστα από το στρατόπεδο των ηττημένων του Πολέμου, αντιμετωπίζουν την Ελλάδα με υπεροψία και επιχειρούν να τη μετατρέψουν σε οικόπεδο και αποικία. Πάνω απ’ όλα όμως πρέπει να το θυμόμαστε εμείς οι ίδιοι σήμερα που η εθνική μας ανεξαρτησία και κυριαρχία απειλούνται σοβαρά ενώ ο φασισμός και ο νεοναζισμός δείχνουν και πάλι το απαίσιο πρόσωπό τους.
Γι’ αυτό πρέπει να κρατάμε στη συλλογική μας μνήμη εκείνο το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου όταν με την αναγγελία της ιταλικής επίθεσης ένα τεράστιο κύμα ενθουσιασμού κατέλαβε τον λαό που ύστερα από σχεδόν τρεις δεκαετίες διχασμού βρέθηκε για πρώτη φορά ενωμένος σα μία γροθιά. Οι φαντάροι έφευγαν για το μέτωπο τραγουδώντας με το χαμόγελο στα χείλη όχι παρασυρμένοι από την προπαγάνδα μιας μισαλλόδοξης εξουσίας, όπως οι αντίπαλοί τους, αλλά για να ξαναπιάσουν το νήμα των εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων του ελληνισμού. Η ύπουλη και αλαζονική ιταλική επίθεση πλήγωσε το ελληνικό φιλότιμο και, ως μία ακόμη πανουργία της Ιστορίας, πέτυχε να αποκαταστήσει την εθνική ενότητα.
Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ναζιστική Γερμανία είχε κατορθώσει μέσα σε ελάχιστο διάστημα να υποδουλώσει το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης. Η σύμμαχός της, η φασιστική Ιταλία, αφού πρώτα κατέλαβε αναίμακτα την Αλβανία, αποφάσισε να επιτεθεί στην Ελλάδα με πρόσχημα την παρουσία βρετανικών δυνάμεων στη χώρα και τη δήθεν καταπίεση της αλβανικής μειονότητας των Τσάμηδων στην Ήπειρο. Η ιταλική επίθεση εκδηλώθηκε μισή ώρα πριν από τη λήξη του τελεσιγράφου σε όλο το μήκος της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Την προέλαση των ιταλικών δυνάμεων συνόδευσαν αεροπορικοί βομβαρδισμοί στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Πάτρα. Οι ιταλικές δυνάμεις, αρχικά πολύ υπέρτερες των ελληνικών, σε άντρες και υλικά μέσα, συνάντησαν τη σθεναρή αντίσταση των ελληνικών δυνάμεων προκαλύψεως που αρνήθηκαν να συμπτυχθούν και όταν ενισχύθηκαν από τις δυνάμεις των επιστρατευμένων απέκρουσαν αποτελεσματικά την εχθρική επίθεση. Στις 14 Νοεμβρίου οι ελληνικές δυνάμεις πέρασαν στην αντεπίθεση απωθώντας σε όλο το μήκος του μετώπου τους Ιταλούς πίσω στο αλβανικό έδαφος. Η είσοδος του ελληνικού στρατού στις πόλεις της Βορείου Ηπείρου προκάλεσε φρενίτιδα ενθουσιασμού στα μετόπισθεν όπου ο άμαχος πληθυσμός συνεισέφερε με όποιο τρόπο μπορούσε στην εθνική υπόθεση.
Η επιτυχία των ελληνικών όπλων αιφνιδίασε τους εχθρούς και συγκίνησε τους φίλους που χαιρέτησαν με ενθουσιασμό την πρώτη συμμαχική νίκη στον Πόλεμο. Θορύβησε ακόμη και το δικτατορικό καθεστώς. Όπως έγραφε στο ημερολόγιό του, ο Μεταξάς τον ανησυχούσε η υπεραισιοδοξία του κόσμου. Μπροστά στο ενδεχόμενο συντριβής της Ιταλίας και επέμβασης της Γερμανίας, επιζητήθηκε η γερμανική μεσολάβηση προκειμένου να συνομολογηθεί ειρήνη με την Ιταλία.
Ακολούθησε η σταθεροποίηση του μετώπου καθ’ όλη τη διάρκεια του σκληρού χειμώνα. Η καθήλωση των μονάδων στα χιονισμένα αλβανικά βουνά, προκάλεσε τεράστιες απώλειες σε άντρες που υπέστησαν κρυοπαγήματα και συχνά, εξαιτίας τους, ακρωτηριασμό. Οι πόλεις γέμισαν με ανάπηρους νέους με δεκανίκια. Ο πόλεμος, όσο ένδοξος κι αν είναι, σημαίνει κατεξοχήν αίμα και δάκρυα για τους απλούς ανθρώπους. Παρόλα αυτά, σε όλη τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, το ηθικό των Ελλήνων διατηρήθηκε υψηλό κι όταν εκδηλώθηκε η μεγάλη εαρινή ιταλική επίθεση παρουσία του ίδιου του Μουσολίνι, αποκρούστηκε μετά από σκληρές μάχες που κόστισαν χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο πλευρές. Μνημείο του ελληνοϊταλικού πολέμου έχει ανεγερθεί στο ύψωμα 731 μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου που υπερασπίζονταν οι ελληνικές δυνάμεις. Το ύψωμα αυτό δέχθηκε σε λίγες μέρες περισσότερες από 18 επιθέσεις. Όλα τα δέντρα του είχαν κοπεί από τις οβίδες και οι πλαγιές του ήταν διάτρητες από τα βλήματα και διάσπαρτες από τα πτώματα αμυνομένων και επιτιθεμένων. Είναι ο λόφος που οι Ιταλοί ονόμασαν: «ιερό τόπο».
Η διάρκεια και το πείσμα της ελληνικής αντίστασης ανέτρεψε τα γερμανικά σχέδια. Ενώ αρχικά δεν περιλαμβανόταν στις προθέσεις του, το γερμανικό επιτελείο αποφάσισε να υποτάξει και τα Βαλκάνια έτσι ώστε να μην υπάρχουν εχθρικές δυνάμεις στα μετόπισθεν της επικείμενης επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση. Η γερμανική πολεμική μηχανή επιτέθηκε στην Ελλάδα στις 6 Απριλίου 1941. Παρά τη συντριπτική υπεροχή τους οι γερμανικές δυνάμεις καθηλώθηκαν από τους υπερασπιστές των οχυρών της ελληνοβουλγαρικής μεθορίου. Ωστόσο, η αναπάντεχα σύντομη κατάρρευση της γιουγκοσλαβικής αντίστασης άφησε εντελώς ακάλυπτα τα ελληνογιουγκοσλαβικά σύνορα. Έτσι, οι επιτιθέμενοι Γερμανοί κατάφεραν να υπερφαλαγγίσουν τους ηρωικούς μαχητές της Γραμμής «Μεταξά» και να βαδίσουν ανενόχλητοι προς τη Θεσσαλονίκη.
Η Ελλάδα συνθηκολόγησε στις 21 Απριλίου και τα γερμανικά στρατεύματα εισήλθαν σε μία έρημη και παγερή Αθήνα στις 27 του ίδιου μήνα.
Η επιστροφή ενός διαλυμένου στρατού θα είναι άλλη μια σκληρή δοκιμασία. Ταλαιπωρημένοι από την πείνα και τις ατελείωτες ώρες πορείας, οι νικητές του ελληνοϊταλικού πολέμου, θα επιστρέψουν σε μια κατεχόμενη χώρα.
Η ελληνική αντίσταση, ωστόσο, θα συνεχιστεί στη μάχη της Κρήτης, κατά την οποία, οι κάτοικοι του νησιού με ό,τι μέσο διέθεταν και μικρές ελαφρά οπλισμένες συμμαχικές δυνάμεις Βρετανών και Νεοζηλανδών θα υποταχθούν αφού πρώτα καταστρέψουν οριστικά ένα από τα ισχυρότερα επιθετικά όπλα της Βέρμαχτ: η επίθεση στην Κρήτη ήταν η τελευταία επιχείρηση για τους γερμανούς αλεξιπτωτιστές. Η οργή των Γερμανών θα ξεσπάσει στους κατοίκους του νησιού που θα υποστούν τα πρώτα στην Ευρώπη σκληρά μέτρα αντιποίνων για την αντίστασή τους. Το χωριό Κάνδανος Χανίων θα είναι το πρώτο χωριό που θα καταστραφεί ολοσχερώς στις 6 Ιουνίου 1941.
Κι ενώ η ελληνική κυβέρνηση έχει εγκαταλείψει τη χώρα, ο ελληνικός λαός μένει μόνος του ν’ αντιμετωπίσει τα προβλήματα επιβίωσης και τη βαναυσότητα των δυνάμεων κατοχής. Οι ιταλικές, γερμανικές και βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής καταλήστευσαν τον πλούτο της χώρας, λεηλάτησαν την περιουσία του ελληνικού λαού και καταδίκασαν τον πληθυσμό σε θάνατο από την πείνα και τις στερήσεις. Οι Έλληνες ωστόσο δεν υπέκυψαν. Η επική μάχη της Κρήτης και το κατέβασμα της χιτλερικής σημαίας από την Ακρόπολη αποτέλεσαν σύμβολα αντίστασης που έδωσαν κουράγιο στους υπόδουλους Έλληνες και ξένους.
Με την παραμικρή αφορμή διοργανώνονταν διαδηλώσεις ενώ τα βουνά γέμισαν σύντομα ενόπλους που άρχισαν να χτυπούν τον κατακτητή. Με τα συσσίτια, τις διαμαρτυρίες, τον αγώνα κατά της επιστράτευσης, τα συνθήματα στους τοίχους, τις διαδηλώσεις και τον παράνομο τύπο στις πόλεις, τον αγώνα για την υπεράσπιση της σοδειάς στην ύπαιθρο και το αντάρτικο στα βουνά, η Ελλάδα αποτέλεσε μία από τις πλέον απειθάρχητες κατεχόμενες χώρες ενώ η Αθήνα χαρακτηρίστηκε η πιο εχθρική για τον Άξονα πρωτεύουσα της Ευρώπης. Οι Έλληνες θα είναι ο μόνος κατεχόμενος λαός που δεν έστειλε ούτε έναν στρατιώτη να πολεμήσει για τον Άξονα.
Ο αγώνας ωστόσο συνεχίστηκε και στο εξωτερικό από τον ελληνικό στρατό: στο Ελ Αλαμέιν στη Βόρειο Αφρική το 1942 και στο Ρίμινι της Ιταλίας το 1944 οι ελληνικές δυνάμεις διακρίθηκαν στην πρώτη γραμμή του μετώπου στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Μεγάλη επίσης ήταν και η συμμετοχή του ευρύτερου ελληνισμού στον αγώνα: Κύπριοι και Αιγυπτιώτες Έλληνες στρατεύτηκαν με ενθουσιασμό ως βρετανοί υπήκοοι στον αγγλικό στρατό και διακρίθηκαν στα μέτωπα της Μεσογείου. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως κάθε Έλληνας σε κάθε μεριά της Γης, συμπαραστάθηκε και συμμετείχε με τον τρόπο του στον αγώνα. Πολύ χαρακτηριστική αυτού του κλίματος είναι μία άγνωστη πληροφορία από τα αρχεία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών πως μία Ελληνίδα, κάτοικος Βουλγαρίας, προσέφερε τα κοσμήματά της στον έρανο για την ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής προσπάθειας. Η προσφορά της, όπως και εκατοντάδων άλλων Ελλήνων της Βουλγαρίας, έμεινε ανώνυμη σ’ ένα εχθρικό περιβάλλον καθώς ο βασιλιάς Βόρις ετοιμαζόταν να προσχωρήσει στον Άξονα. Τέλος, στον αγώνα συμμετείχαν ολόψυχα διανοούμενοι και λογοτέχνες με κορυφαία στιγμή την κηδεία του Κωστή Παλαμά που αποτέλεσε αφορμή για μια μαζική αντικατοχική διαδήλωση. Αντί για επικήδειο ο Άγγελος Σικελιανός απήγγειλε ένα δικό του ποίημα γραμμένο για την περίσταση γεμίζοντας τις καρδιές των ανυπόταχτων Ελλήνων με ενθουσιασμό: «Ηχήστε οι σάλπιγγες. Καμπάνες βροντερές δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα, βογκήστε τύμπανα πολέμου, οι φοβερές σημαίες ξεδιπλωθείτε στον αέρα». Κορυφαίες στιγμές της ελληνικής λογοτεχνίας χρωστούν την έμπνευσή τους στον ελληνοϊταλικό πόλεμο και την αντίσταση στην Κατοχή.
Πρέπει ωστόσο να αναφερθούμε ιδιαίτερα στην ένοπλη αντίσταση, στους αντάρτες, που καθήλωσαν δυνάμεις του εχθρού και απελευθέρωσαν εκτεταμένα εδάφη της επικράτειας δημιουργώντας την Ελεύθερη Ελλάδα, όπου μια κοινωνία που με το όπλο στο χέρι, λειτουργεί σχολεία, συντηρεί θέατρο, εκδίδει εφημερίδες, τηρώντας παράλληλα με ευλάβεια τις εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις ενώ για τους νέους και ειδικά για τις γυναίκες η αντίσταση θα αποτελέσει μια πρώιμη κοινωνική επανάσταση πολύ νωρίτερα από τα κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης στη Δυτική Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Από τις διάσπαρτες μικρές ανταρτικές ομάδες θα προκύψουν οι τρεις κύριες αντιστασιακές οργανώσεις: το ΕΑΜ και ο στρατός του, ο ΕΛΑΣ, που ίδρυσαν το ΚΚΕ και άλλα αριστερά κόμματα, ο ΕΔΕΣ του Ναπολέοντα Ζέρβα και η ΕΚΚΑ του συνταγματάρχη Ψαρρού. Κορυφαία στιγμή του αγώνα η ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, το φθινόπωρο του 1942 που πραγματοποίησαν αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ με βρετανούς σαμποτέρ. Κάθε οργάνωση είχε τη δική της προσφορά στον αγώνα κατά των κατακτητών, οι ηγεμονικές όμως τάσεις που εκδηλώθηκαν, οι αγεφύρωτες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές και η ανοιχτή βρετανική επέμβαση στα ελληνικά πράγματα, οδήγησαν το 1943 σε ένοπλη εμφύλια σύγκρουση την οποία απέφυγε μόνον η Κρήτη, ίσως χάρη στην ομοψυχία που κατακτήθηκε στη Μάχη του 1941. Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας συνεχίστηκε ωστόσο μέχρι και την τελευταία μέρα της Κατοχής και η πρώτη ελληνική περιοχή που απελευθερώνεται, ο Έβρος, θα πέσει μετά από σκληρές συγκρούσεις στα χέρια των ανταρτών στις αρχές Σεπτεμβρίου 1944.
Τα αντίποινα των αρχών κατοχής για την αντιστασιακή δράση είχαν ως αποτέλεσμα χιλιάδες εκτελεσμένους αθώους κατοίκους, χιλιάδες πυρπολημένα σπίτια και εκατοντάδες χωριά κατεστραμμένα. Μετά τις καταστροφές και τις ομαδικές εκτελέσεις στη μάχη της Κρήτης, ήρθε η σειρά της Μακεδονίας. Το Σεπτέμβριο του 1941 οι Γερμανοί θα εκτελέσουν εκατοντάδες αθώους χωρικούς στην περιοχή του Κιλκίς και της Νιγρίτας καθώς και στο Μεσόβουνο Εορδαίας. Λίγο αργότερα, στην Ανατολική Μακεδονία πάνω από 2.000 Έλληνες εκτελέστηκαν από τις βουλγαρικές αρχές κατοχής σε αντίποινα για την εξέγερση των κατοίκων της περιοχής της Δράμας. Το Δίστομο, τα Καλάβρυτα και το μπλόκο της Κοκκινιάς έγιναν σύμβολα θυσίας στον αγώνα για δικαιοσύνη και λευτεριά. Οι φυλακές της χώρας γέμισαν κρατούμενους πατριώτες και πολλοί από αυτούς εκτελέστηκαν.
Η προέλαση των συμμάχων στην Ιταλία και τη Γαλλία και των Σοβιετικών στην κεντρική Ευρώπη υποχρέωσε τους Γερμανούς να εκκενώσουν την Ελλάδα το φθινόπωρο του 1944 εκτός από τα Χανιά της Κρήτης, τη Μήλο και τα Δωδεκάνησα που παρέμειναν υπό γερμανική κατοχή μέχρι τον Μάιο του 1945. Ωστόσο, η απελευθέρωση του μεγαλύτερου μέρους της χώρας τον Οκτώβριο του 1944 βρήκε τη χώρα κατεστραμμένη και τον λαό διχασμένο εξαιτίας των πολιτικών παθών που οξύνθηκαν στη διάρκεια της Κατοχής και της ξένης επέμβασης. Έτσι, οι ξέφρενοι πανηγυρισμοί για το τέλος της Κατοχής κράτησαν λίγες μόνο μέρες πριν η χώρα βυθιστεί στο χάος του εμφυλίου πολέμου.
Εμείς ωστόσο κρατάμε το αυθεντικό νόημα της σημερινής επετείου: το πνεύμα της αντίστασης, το γνήσιο πατριωτικό φρόνημα και την προσήλωση στη δικαιοσύνη ως προϋπόθεση της ειρήνης. Και πάνω απ’ όλα την ψυχική ενότητα του ελληνικού λαού που τότε χάρισε στον κόσμο την ελπίδα της νίκης και της τελικής συντριβής του φασισμού. Σε μία τόσο κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας, όταν και πάλι ζητούν την υποταγή μας, τόσο από τη Δύση όσο και από την Ανατολή, όταν αυτοί που ρήμαξαν και αιματοκύλισαν τότε τη χώρα αντί να επανορθώσουν επιβάλλουν εκβιαστικά όρους που οι συνέπειές τους θυμίζουν τις συνθήκες της Κατοχής, καλούμαστε και πάλι να πούμε το μεγάλο «Όχι» και να αγωνιστούμε για ελευθερία και δικαιοσύνη και τότε θα έχουμε τιμήσει ουσιαστικά και όχι μόνον ρητορικά και επετειακά τη σημερινή ημέρα.
* Το κείμενο του πανηγυρικού λόγου που εκφωνήθηκε από τον Τάσο Χατζηαναστασίου, Δρ Ιστορίας, Εκπαιδευτικό, στις 28 Οκτωβρίου 2014, μετά το τέλος της δοξολογίας στον Μητροπολιτικό Ναό Αγίου Γεωργίου, στο Ναύπλιο.